Φεύγω, πάω στην Κάρπαθο, στην Όλυμπο Καρπάθου. Είπα σε κάποιους φίλους. Α! Ωραία,μου απάντησαν. Ωραία εποχή είναι αυτή.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΝΑΚΗΣ

-Δεν ξέρω ποια είναι η ωραιότερη εποχή για έναν τόπο που αγαπάς. Αν αγαπάς μία γυναίκα, σου αρέσει και χτενισμένη και αχτένιστη.   

Πεζοπορία Όλυμπο-Αυλώνα, Αυλώνα-Όλυμπο (15 χμ.) από το παλιό μονοπάτι. Περνάς από πηγές που έχουν περάσει γενιές και γενιές, έκατσαν στο πέτρινο πεζούλι, νίφτηκαν, ξεδίψασαν.

Φτάνοντας στην Αυλώνα συνάντησα τον Μιχάλη τον Λεντάκη και την Άννα. Έκατσα συζήτησα μαζί τους, έφαγα την υπέροχη ομελέτα με αγκινάρες και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

Τα βράδια λιγοστές συζητήσεις στο καφενείο, με αγαπημένους φίλους πίνοντας τσάι ή ρακί. Χθες ήμουν με τον καλό μου φίλο Γιώργο Ηλία Χαλκιά που όταν συζητάς μαζί του όλο και κάτι σπουδαίο μαθαίνεις από την παλιά ζωή, αλλά και από την ζωή των μελισσών και τις συνήθειες των μελισσοκόμων.

Την ώρα που βλέπαμε παιχνίδι μπάσκετ στην τηλεόραση (στο καφενείο-μουσείο φωτογραφίας, του Φιλιππάκη) χωρίς να μιλάμε αρκετή ώρα, ο Γιώργος ακουμπισμένος στο ραβδί του, σκύβει και μου λέει. Ξέρεις γιατί όπου υπάρχει πηγή, πάντα στον τοίχο έχει ένα παραθυράκι;

Το σκέφτηκα και πράγματι, έφερα στα μάτια μου αυτήν την εικόνα. Όχι του απαντάω.

Σε κάθε πηγή που είναι μέσα στον δρόμο, μου λέει, οι παλιοί φτιάχνανε και ένα παραθυράκι ένα ντουλαπάκι, θα έλεγα, όταν πέρναγαν από εκεί οι μελισσοκόμοι γυρίζοντας από τον τρύγο, το μάζεμα του μελιού, έβαζαν εκεί λίγα φύλλα συκιάς και άφηναν κερήθρες με μέλι.

Όσοι σταματούσαν στην πηγή να ποτίσουν τα ζώα τους και να ξεδιψάσουν και οι ίδιοι, έκοβαν ένα κομμάτι και έτρωγαν και συγχωρέσουν τους πεθαμένους του μελισσοκόμου!

Αυτή ήταν η παλιά κοινωνία της Ολύμπου, τότε που αριθμούσε γύρω στις δυο χιλιάδες ψυχές, μία κοινωνία αλληλοσεβασμό και αλληλοβοήθειας που δυστυχώς στις μέρες μας τείνει να ξεχαστεί.