Το τελευταίο διάστημα ακούμε όλο και πιο συχνά τους όρους «βιώσιμος τουρισμός» και «αειφορία». Είναι  όντως δυο αναγκαιότητες που χρήζουν μελέτης και ερμηνείας πριν καταστούν … μόδα. Και επειδή διάβασα το ενδιαφέρον άρθρο του κ. Γιώργου Βερνίκου στο tornosnews θα ήθελα να καταθέσω και τη δική μου οπτική στα όσα πολύ σωστά επισημαίνει ο πολύπειρος γνώστης των τουριστικών πραγμάτων.

Σε πρόσφατη τοποθέτησή μου στο LinkedIn είχα επισημάνει ότι οι γεωπολιτικές αλλά και οι κλιματολογικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος , σε συνδυασμό με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες τάσεις και προτιμήσεις των τουριστών που συνδυάζονται και με τις οικονομικές συγκυρίες, αποτελούν αναμφισβήτητα τους πλέον κρίσιμους παράγοντες επηρεασμού της ταξιδιωτικής κίνησης.

Μπροστά σε αυτή τη συγκυρία που έρχεται να διαδεχθεί την πολύχρονη οικονομική ύφεση, τη μετέπειτα πανδημία και την ενεργειακή κρίση που ήδη βιώνουμε, όταν αναφερόμαστε στον βιώσιμο τουρισμό πρέπει να λάβουμε υπόψη και κάποιους άλλους παράγοντες που εμφιλοχωρούν παίζοντας σημαντικό ρόλο στην τουριστική επιβίωση και ανάπτυξη ενός προορισμού.

Αναφέρομαι στην αναγκαιότητα βελτίωσης του επιπέδου υπηρεσιών που αποτελούν το μοναδικό κρίσιμο παράγοντα ανάδειξης του όποιου συγκριτικού πλεονεκτήματος διαθέτει η χώρα μας. Τα προηγούμενα χρόνια υπερασπίστηκα με όσα μέσα διαθέτω την ανάγκη πρόταξης του δίπολου «ποιότητα και ασφάλεια» αντί του «ήλιος και θάλασσα». Και χάρηκα που και ο κ. Βερνίκος αναγνώρισε ότι το δεύτερο έχει αρχίσει να «ξεθωριάζει» ως σύνθημα και πλεονέκτημα. Και πώς να μη ξεθωριάζει όταν ο ήλιος που είναι αναμφισβήτητα η δύναμή μας, απέτρεψε λόγω καύσωνα κάποιους να μας επισκεφτούν εφέτος. Όσο για τη θάλασσα, αρκεί μια μέδουσα για να διώξει τους λουόμενους.

Όλα αυτά σημαίνουν με απλά λόγια ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο αστάθειας σε επίπεδο κλιματολογικών συνθηκών που επηρεάζουν προς το δυσμενέστερο όσα «φάνταζαν» ως πλεονεκτήματα για τη χώρα μας. Και την επηρεάζουν ακόμα περισσότερο τη στιγμή που το ίδιο προϊόν του ήλιου και της θάλασσας και μάλιστα του Αιγαίου, πωλείται ,όπως επίσης επανειλημμένα έχω επισημάνει, από τη γειτονική Τουρκία και μάλιστα φτηνότερα.

Η προσέγγιση όμως του στόχου της υψηλής ποιότητας αλλά και της ασφάλειας, απαιτούν σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων εκ μέρους των παρόχων των τουριστικών υπηρεσιών που , μοιραία, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο το λειτουργικό κόστος των πάσης φύσεως καταλυμάτων, πολύ περισσότερο των μικρομεσαίων που αποτελούν και τη «ραχοκοκαλιά» του κλάδου της φιλοξενίας στη χώρα μας.

Ακόμα και η εστίαση επιβαρυμένη από το συνεχώς διογκούμενο κόστος τροφοδοσίας έχει λόγους να αναρωτιέται πώς θα βελτιώσει την ποιότητα όταν απειλείται η βιωσιμότητα της επιχείρησης.

Οφείλουμε λοιπόν να δούμε από διπλή σκοπιά το βιώσιμο χαρακτήρα του τουρισμού. Γιατί καλά είναι τα στερεότυπα, αλλά όταν λείπουν τα βασικά, αρχίζουν να μοιάζουν και αυτά ως πεπερασμένα.