Το θέμα του κειμένου που ακολουθεί στριφογύριζε στο μυαλό μου για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Να ξεκαθαρίσω πώς τα όσα ακολουθούν έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα μιας υπόδειξης ορισμένων δεδομένων που ενδεχομένως να οδηγούν σε μία βάσιμη υπόθεση, παρά την παράθεση στοιχείων που καταδεικνύουν ένα στέρεο συμπέρασμα. Παρόλα αυτά, φρονώ πως δεν παύει να πρόκειται για μία υπόθεση άκρως ενδιαφέρουσα, έως και συγκλονιστική.

Το 2017, στο βιβλίο μου “Ο ήρωας Χατζηλίας Οικονόμου – Ιστορίες από την Κάρπαθο του 1821” (εκδ. iWrite – Σειρά Πόρθμιος), ανέδειξα ανάμεσα στα άλλα τις εξαιρετικά προβληματικές σχέσεις μεταξύ του Χατζηλία Οικονόμου, παραστάτη της Καρπάθου στις πρώτες Εθνοσυνελεύσεις και του μητροπολίτη Καρπάθου Νεόφυτου, κατά την περίοδο της Επανάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε στο φως επιστολή του Νεόφυτου από το 1823 στο οποίο ο Χατζηλίας χαρακτηρίζεται ο χειρότερος όλων των ανθρώπων, αποστάτης της Ορθοδοξίας και αντίθεος, που αποπειράθηκε μάλιστα μαζί με συντρόφους του να δολοφονήσει τον Νεόφυτο. Οι λόγοι για τους οποίους ο Νεόφυτος καταγγέλει τα προηγούμενα δεν γνωστοποιούνται, γεγονός που αν μη τι άλλο προκαλεί ερωτηματικά.

Ένα πιθανό αίτιο, που έχει εκφραστεί κατά το παρελθόν, σχετίζεται με την επαναστατική δράση του Οικονόμου, στην οποία αντιτάσσονταν όλοι οι ανώτατοι ιεράρχες που διατηρούσαν στενές σχέσεις με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ως γνωστό είχε αφορίσει δύο χρόνια νωρίτερα (1821) την Επανάσταση και γενικότερα διατηρούσε έναν συνεπή και σκληρό αντεπαναστατικό λόγο, τουλάχιστον από το 1798 (για περισσότερα βλ. “Η Μαύρη Βίβλος του 1821”, εκδ. iWrite – Σειρά Lux Orbis, επιμ. Μηνάς Παπαγεωργίου, πρόλογος Θάνος Βερέμης). Αυτό το αίτιο έρχεται να ενισχύσει μία πολύ ενδιαφέρουσα συγκριτική μελέτη δύο κειμένων που εξ’ όσων γνωρίζω δεν έχει μέχρι τώρα επισημανθεί.

Το πρώτο από αυτά είναι η προαναφερθείσα επιστολή (1823) του Νεόφυτου προς τον μητροπολίτη Ανδρούσης Ιωσήφ, ενώ το δεύτερο είναι το κείμενο του αφορισμού της Ελληνικής Επανάστασης (1821) από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ μετά την έναρξη του Αγώνα στη Μολδοβλαχία.

Ποια σχέση θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους κείμενα;

Ο αναγνώστης διαπιστώνει έκπληκτος πως στη μικρή παράγραφο (127 λέξεις όλες κι όλες) που ο Νεόφυτος περιγράφει τα όσα πράττει ο “αντίθεος” Χατζηλίας Οικονόμου, ο μητροπολίτης επιλέγει να χρησιμοποιήσει αυτούσιες αρκετές λέξεις και φράσεις οι οποίες συναντώνται στο κείμενο του αφορισμού της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’! Το πλήθος των λέξεων που εντοπίζει κανείς (σημειωμένες από εμένα με έντονα γράμματα σε κάθε κείμενο, προς διευκόλυνση του κάθε αναγνώστη/στριας) είναι νομίζω υπερβολικά μεγάλο για να θεωρηθεί τυχαίο και σε κάθε περίπτωση για να αγνοηθεί ή να προσπεραστεί.

Έτσι ο Χατζηλίας χαρακτηρίζεται από τον δεσπότη Νεόφυτο ως “κάκιστος πάντων των ανθρώπων, με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν της Ορθοδόξου πίστεως, κακόβουλος, αλαζών, αντίθεος και ματαιόφρων”, όπως ακριβώς στηλιτεύεται ο Υψηλάντης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Επιπρόσθετα, για την περίπτωση του  Χατζηλία και των συντρόφων του που επιχειρούν να δολοφονήσουν τον Νεόφυτο (τουλάχιστον κατά τα όσα υποστηρίζει ο τελευταίος), χρησιμοποιείται ακριβώς το ίδιο ρήμα (εφείλκυσαν) μαζί με τον χαρακτηρισμό “ανόητοι”, σε σχέση με αυτήν των συντρόφων/επαναστατών του Υψηλάντη.

Πρόκειται αναμφίβολα για μία εντυπωσιακή, έως και… “προκλητική” ομοιότητα των δύο σκηνών και επιδιώξεων των πρωταγωνιστών τους.

Να αποτέλεσε άραγε ο πόθος του Καρπάθιου ήρωα για την ελευθερία το κύριο σημείο τριβής με τον αντεπαναστάτη μητροπολίτη;

Μήπως ο πραγματικός λόγος για τον οποίον ο Νεόφυτος απέφυγε, γράφοντας προς τον Ανδρούσης Ιωσήφ, να αναφερθεί στα αίτια της μεταξύ τους κρίσης κρύβεται εντέχνως “κωδικοποιημένος”, συνειδητά ή ασυνείδητα, στο κείμενο του αφορισμού της Ελληνικής Επανάστασης;

Ενάμιση περίπου χρόνο μετά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στο Απέρι, τα δεδομένα γύρω από την ηρωική προσωπικότητα του Χατζηλία Οικονόμου εξακολουθούν να μας εκπλήσσουν και να συναρπάζουν το ερευνητικό μας πνεύμα. 

Μηνάς Παπαγεωργίου,
δημοσιογράφος, εκδότης, πρόεδρος του Συλλόγου Καρπαθίων Φίλων της Γνώσης

Ακολουθούν τα δύο κείμενα.

1) Η επιστολή του Νεόφυτου

Ο αρχιεπίσκοπος Καρπάθου και Κάσου καταγγέλει βιοπραγίας εναντίον του

Πανιερώτατε και θεοπρόβλητε Άγιε Ανδρούσης, ταπεινώς προσκυνώ και αδελφικώς ασπάζομαι συν τω σωτηρίω προσρήματι την σεβάσμιόν μοι αυτής Πανιερότητα.

Διαφυλάττει αυτήν ο εκ νεκρών αναστάς Χριστός ο Θεός ημών υγιαίνουσαν και πανευδαιμονούσαν εις ετών πολλών περιόδους. Το παρόν μου δεκτικόν και ευτελές είναι, πρώτον, να την προσκυνήσω και, επομένως, να φανερώσω ότι εχάρην μεγάλως πληροφορηθείς ότι εψηφίσθη μέγας μινίστωρ της Θρησκείας κατά κοινήν εκλογήν της Υπέρτατης Διοικήσεως του γένους δια τας εμφύτους αυτής αρετάς. 

Όθεν καγώ προστρέχω εις την φιλάνθρωπον ευσπλαγχνία της να της διηγηθώ ελεεινώς ότι ενταύθα εις την νήσον Κάρπαθον ευρίσκεται ένας, ο κάκιστος πάντων των ανθρώπων και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν της Ορθοδόξου ημών πίστεως, τούνομα Χατζή Κακολιός, υιός του ποτέ Οικονόμου, όστις φύσει κακόβουλος ων, αλαζών και ματαιόφρων άκρως διηγέρθη κατ’ εναντίον μου, ταράττων ακαταπαύστως την κοινήν τάξιν της Εκκλησίας μας ως αντίθεος και ενδεδυμένος με άκραν κακίαν, όστις φιλοτάραχος ων δεν έλειψεν ουδέ παύει να με καταφρονή και να εξουθενοί τον αρχιερατικόν χαρακτήρα. Εφείλκυσε δε ούτος μεθ’ εαυτού τινάς ανοήτους εναντιόφρονας, οίτινες συνελθόντες τη παρελθούση αη Απριλίου μετά μαχαίρων και όπλων να με φονεύσουν. Φοβηθείς εκλείσθηκα και ούτως εγλύτωσα την ταλαίπωρόν μου ζωήν. Έρριψαν δε εις το κονάκι μας μέσα μπάλας ουκ ολίγας, ως φαίνονται.

Παρακαλώ ουν να φανερώση τη Υπερτάτη Διοικήσει του γένους τα απερ δεινά και θανάσιμα πάθη όπου εξ αυτού δοκιμάζω. Εις τα αυτόθι ευρίσκεται εις χριστιανός Κάσιος, κύριος Δημήτριος Αρβανιτόπουλος, και ας ερωτηθή αυτός δια τα περί εμού, όστις εστίν άξιος αγάπης και επαίνων δια τα καλά του προτερήματα, άξιος και αρκετός δια να ποιμαίνει και λαόν, εις τον οποίον αυτόν παρακαλώ να δοθούν οι επόμενοι εκκλησιαστικοί νόμοι και δι’ αυτού σταλθήσονται προς εμέ. Ταύτα επί τοσούτον, αιτούμενος συγγνώμη δια το βάρος του ευτελούς μου τούτου. Είη δε ουράνιος ευλογία εις τα των χριστιανών στρατεύματα. Τα δε έτη της υμετέρας πανιερότητος είησαν θεόθεν πλειστά τε και πανευτυχή.

1823, Απριλίου 25, Κάρπαθος

Της υμετέρας θεοφρουρήτου πανιερότητος όλος πρόθυμος εις τας προσταγάς της
Ο ταπεινός Αρχιεπίσκοπος Καρπάθου και Κάσου Νεόφυτος.

2) Ο αφορισμός της Ελληνικής Επανάστασης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’

Γρηγόριος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και Oικουμενικός Πατριάρχης.

Οι τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ και οικουμενικώ θρόνω υποκείμενοι ιερώτατοι μητροπολίται και υπέρτιμοι και θεοφιλέστατοι αρχιεπίσκοποι τε και επίσκοποι, εν αγίω Πνεύματι αγαπητοί αδελφοί και συλλειτουργοί, και εντιμότατοι κληρικοί της καθ’ ημάς του Χριστού μεγάλης εκκλησίας και εκάστης επαρχίας ευλαβέστατοι ιερείς και οσιότατοι ιερομόναχοι, οι ψάλλοντες εν ταις εκκλησίαις της Πόλεως, του Γαλατά και όλου του Καταστένου και απανταχού, και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω ημών αγαπητά, χάρις είη υμήν και ειρήνη παρά Θεού, παρ’ ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρεσις.

Η πρώτη βάσις της ηθικής, ότι είναι η προς τους ευεργετούντας ευγνωμοσύνη είναι ηλίου λαμπρότερον και όστις ευεργετούμενος αχαριστεί είναι ο κάκιστος των ανθρώπων. Αυτήν την κακίαν βλέπομεν πολλαχού στηλιτευομένην και παρά των ιερών γραφών και παρ’ αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ασυγχώρητον, καθώς έχομεν το παράδειγμα του Ιούδα. Όταν δε η αχαριστία ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον την κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και τρόπον αντίθεον, επειδή ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία ειμή υπό Θεού τεταγμένη όθεν και πας ο αντιττατόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη κραταιά βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε.

Και τα δύο ταύτα ουσιώδη και βάσιμα ηθικά και θρησκευτικά χρέη κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτατα και αλαζονείαν ο,τε προδιορισθείς της Μολδαυίας ηγεμών ως μη ώφειλε, Μιχαήλ, και ο του γνωστού αγνώμονος και φυγάδος Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλέξανδρος Υψηλάντης. Εις όλους τους ομογενείς μας είναι γνωστά τα άπειρα ελέη, όσα η αένναος της εφ’ ημάς τεταγμένης κραταίας βασιλείας πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον αυτόν Μιχαήλ’ από μικρού και ευτελούς τον ανύψωσεν εις βαθμούς και μεγαλεία από αδόξου και ασήμου τον προήγαγεν εις δόξας και τιμάς• τον επλούτισε, τον περιέθαλψε, τέλος πάντων τον ετίμησε και με τον λαμπρότατον της ηγεμονίας αυτής θρόνον και τον κατέστησεν άρχοντα λαών.

Αυτός όμως, φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας.

Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να ενθαρρύνωσι τους ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της Ρωσσικής Δυνάμεως, προβαλλόμενοι, ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά των πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος της βδελυρίαν και προσεπιπλέον η αυτού εξοχότης ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα διατρέχοντα, υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς εξ αρχής τον αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών• και τόσον εκ της ειδοποιήσεως ταύτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από μέρους των μουχαφίσιδων των βασιλικών σερχατίων, και από άλλους πιστούς ομογενείς επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου.

Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία.

Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους. Και αγκαλά είναι γνωστόν, ότι, όσοι είναι κατηρτισμένοι τω όντι εις την ευσέβειαν, όσοι νουνεχείς και τίμιοι και των ιερών κανόνων και θείων νόμων ακριβείς φύλακες δεν θέλουν δώσει ευηκοιαν εις τας ψευδολογίας των αχρείων εκείνων και κακόβουλων• επειδή όμως είν’ ενδεχόμενον να σηνηρπάσθησάν τινές και παρασυρθώσι και άλλοι, διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και γράφοντες μετά των περί ημας ιερωτάτων συναδελφών, του μακαριωτάτου πατριάρχου των Ιεροσολύμων, των εκλαμπροτάτων και περιφανεστάτων προυχόντων του γένους, των τιμιωτάτων πραγματευτών, των αφ’ εκάστου ρουφετίου προκριτωτέρων και όλων των εν τη βασιλευούση ορθοδόξων μελών εκάστης τάξεως και εκάστου βαθμού, συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι των ενοριών, τοις προεστώσι και ευκαταστάτοις των κωμοπόλεων και χωρίων, και πάσιν απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων, και να τους αποδείξετε και να τους στηλιτεύσετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, και να προσέχετε όσον το δυνατόν εις τας απάτας αυτών και ραδιουργίας, γινώσκοντες, ότι η μόνη απόδειξις της αθωότητος των είναι να εμφανίσωσιν όσα γράμματα λάβωσι τυχόν εις χείρας περί της αυτής υποθέσεως, ή ειδήσεις μάθωσι, και να παρρησιάσωσιν οι μεν ενταύθα εν βασιλευούση προς ημάς, οι δ’ εν τοις έξω μέρεσιν εις τους κατά τόπον αρχιερείς και τους διοριζομένους παρ’ ημών εκκλησιαστικούς εξάρχους και τους βασιλικούς εξουσιαστάς και διοικητάς, δηλοποιούντες και παραδίδοντες και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελαν φωραθή ότι ενεργούν ανοίκεια του ρεαγιαδιακού χαρακτήρος, καθότι οι τοιούτοι διαταράττουσι την γενικήν ησυχίαν, και κατακρημνίζουσι τους αδυνάτους και αθώους ομογενείς μας εις της απωλείας το βάραθρον.

Και τόσον υμείς οι αρχιερείς, οι μοναστηριακοί, οι ιερωμένοι, και οι προεστώτες και ευκατάστατοι και πρόκριτοι εκάστου τόπου με την άγρυπνον προσοχήν σας, όσον και οι λοιποί εκάστης τάξεως και βαθμού άνθρωποι με τας εκ μέρους σας αδιαλείπτους συμβουλάς και νουθεσίας, και κατά τας πατρικάς και προνοητικάς εκκλησιαστικάς ημών οδηγίας και παραινέσεις να γενήτε εδραίοι και αμετακίνητοι επί του κέντρου του ρεαγιαλικίου, και εξ όλης ψυχής και καρδίας σας να διαφυλλάττετε την πίστιν και κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον βασιλείαν, και να αποδεικνύετε εντελώς με όλα τα πραγματικά της ειλικρινείας σημεία, καθότι η μετ’ ευχαριστίας και ειλικρινείας υποταγή χαρακτηρίζει και την προς Θεόν αγάπην και πίστιν, και την προς τας θείας αυτού εντολάς και τας υπαγορεύσεις των θείων νόμων και ιερών κανόνων υπακοήν, και την ευγνωμοσύνην της καρδίας ημών διά τ’ άπειρα ελέη, οπού απολαμβάνομεν παρά της βασιλικής φιλανθρωπίας.

Επειδή δε προς τοις άλλοις εγένετο γνωστόν, ότι οι το σατανικόν της δημεγερσίας φρόνημα επινοήσαντες, και εταιρίαν τοιαύτην συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με τον δεσμόν του όρκου, γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του, απεκεφάλισεν Ιωάννην τον βαπτιστήν.

Αν ήθελεν αθετήσει τον παράλογον όρκον του, τον οποίον επενόησεν η άλογος επιθυμία του, έζη βέβαια τότε ο θείος πρόδρομος, ώστε ενός απλού όρκου επιμονή έφερε τον θάνατον του προδρόμου. Η επιμονή άρα του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής, πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι ολεθρία και θεομίσητος είναι φανερόν• εξ εναντίας, η αθέτησις του όρκου αυτού, απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής και σωτηριώδης. Διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνέυματος έχει η εκκλησία αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν ρεαγιαλίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς.

Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους του γνωστούς σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και διαλύοντες ως αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων εκείνων καθ’ οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε. Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσί τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών (μη γένοιτο, Χριστέ βασιλεύ!) αμέσως θέλει εξαφθή η δικαία οργή του κράτους του καθ’ ημών, και ο θυμός τής εκδικήσεως γενικός των εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία διά του εκδοθέντος και επ’ ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού.

Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς• ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας• ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως εναντίοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος.

Τα αυτά δε και κατά της αρχιερωσύνης σας και ιερωσύνης σας επανατείνομεν, εαν μη βαδίσετε, εις όσα εν Πνέυματι αγίω αποφαινόμεθα δια του παρόντος εκκλησιαστικώς, εάν δεν δείξετε εν έργω την επιμέλειάν σας και προθυμίαν εις την διάλυσιν των σκευωριών, εις την αναστολήν των καταχρήσεων και αταξιών, εις την επιστροφήν των πλανηθέντων, εις την άμεσον και έμμεσον καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά φρονήματα, εάν δεν συμφωνήσετε τη εκκλησία του Θεού, και, εν ενί λόγω, εάν καθ’ οιονδήτινα τρόπον δολιευθήτε και κατενεχθήτε κατά της κοινής ημών ευεργέτιδος κραταιάς βασιλείας, έχομεν υμάς αργούς πάσης ιεροπραξίας, και τη δύναμει του παναγίου Πνεύματος εκπτώτους του βαθμού της αρχιεροσύνης και ιερωσύνης και το πυρί της γεέννης ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας. Ούτω τοίνυν γινώσκοντες, ανανήψατε προς Θεού και ποιήσατε καθώς γράφομεν εκκλησιαστικώς και γενικώς παρακελευόμεθα, και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι περιμένομεν κατά τάχος την αισίαν των γραφομένων αποπεράτωσιν, ίνα και η του θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων υμών.
αωκα’ εν μηνί Μαρτίω.

Υπεγράφη συνοδικώς επάνωθεν του ιερού θυσιαστηρίου παρά της ημών μετριότητος και της μακαριότητός του και πάντων των συναδέλφων αγίων αρχιερέων.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποφαίνεται.
Ο Ιεροσολύμων Πολύκαρπος συναποφαίνεται.
Ο Καισαρίας Ιωαννίκιος.
Ο Νικομηδείας Αθανάσιος.
Ο Δέρκων Γρηγόριος.
Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος.
Ο Βιζύης Ιερεμίας.
Ο Σίφνου Καλλίνικος.
Ο Ηρακλείας Μελέτιος.
Ο Νικαίας Μακάριος.
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Βερροίας Ζαχαρίας.
Ο Διδυμοτοίχου Καλλίνικος.
Ο Βάρνης Φιλόθεος.
Ο Ρέοντος Διονύσιος.
Ο Κυζίκου Κωνστάντιος.
Ο Χαλκηδόνας Γρηγόριος.
Ο Τουρνόβου Ιωαννίκιος.
Ο Πισειδίας Αθανάσιος.
Ο Δρύστας Ανθιμος.
Ο Σωζοπόλεως Παίσιος.
Ο Φαναρίου και Φερσάλων Δαμασκηνός.
Ο Ναυπάκτου και Άρτης Άνθιμος.