Είναι η αγάπη θάλασσα κι οι καημοί ’ναι βράχοι
από σαράντα κύματα περνάνε οι στεναγμοί
γι’ αυτούς που νύχτες αγρυπνούν στην ξενιτιά μονάχοι
χωρίς σημάδι γυρισμού στου χρόνου τη ρωγμή.

Δεν κλαίω για χρόνια δίσεχτα που πήραν τις χαρές μου
ούτε τα νιάτα που έφυγαν σε ξένους ουρανούς
θέλω να βγουν αληθινές όλες οι προσευχές μου
για να γλυκάνει η καρδιά, ν’ αναγαλλιάσει ο νους.

Όταν στη γη σου θα βρεθώ πατρίδα αγαπημένη
και πάψουν οι αέρηδες που τώρα με χτυπούν
ένα μονάχα θα ’θελα μια αγκαλιά ανοιγμένη
και δύο χείλη με χαρά «καλώς τον» να μου πουν.

Σαν έρθει η μέρα η ποθητή που το μυαλό λυτρώνει
η μάνα, σαν την Παναγιά, να στέκει στο σκαλί
και η χαρά στα μάτια μου το δάκρυ θα μυρώνει
π’ άντεξε τόσα κύματα το γέρικο σκαρί.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΝΑΚΗΣ