Σαράντα μέρες πέρασαν με τη δική σου σκέψη
και με το δάκρυ να κυλά μέχρι που να στερέψει.

Φύγανε άλλοι πιο νωρίς και άλλοι παρα πίσω
μα δεν μπορώ με λογική τη θλίψη μου να σβήσω.

+ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΑΓΥΙΟΣ

Σαν αγκωνάρι ριζιμιό ήσουνα στήριγμά μου,
γι΄αυτό και θε να σε θρηνώ πάντα με την καρδιά μου.

Εμείς μαζί τους δώσαμε τους δίκαιους αγώνες
να ανθίσουν μες το σπίτι μας και πάλι ανεμώνες.

Για όλα σε αναζητώ παντού και περιμένω
να δεις το κάθε σου παιδί που είναι πικραμένo
και για το ολοκαύτωμα που έγινε στο τρένο.

Πού έπιασες μπαμπά χαρτί και που το καλαμάρι;
πού των τριών Ιεραρχών ετίμησες τη χάρη;

Ποιον από τους Πρωθυπουργούς βρήκες να χαιρετίσεις;
και πού του Ευαγγελισμού λόγο θα εκφωνήσεις;

Όλα καλά τα ήθελες και περιποιημένα,
πώς άπραγο να σε σκεφτώ με χέρια σταυρωμένα;

Μπαμπά δεν κλάδεψες ελιές δεν πήγες στα μετόχια,
τα δένδρα θέλουν πότισμα μέχρι τα πρωτοβρόχια.

Για κήπους δε μελέτησες, δε νοιάστηκες γι’ αμπέλια,
δεν άκουσες των εγγονιών τα όμορφα τους γέλια.

Μέχρι και χειροκίνητο πήρες το πατητήρι,
γιατί περίμενες κρασί να βγάλω απο τ’ αθήρι.

Φωτιά σου έχει στο Λευκό η μάνα αναμμένη,
με την καρέκλα σου κενή να έλθεις περιμένει.

Έλα να πας στου Περσελή, να πας και στου Περίδη,
να δεις και το μικρό παιδί που το χω για στολίδι.

Βλέπει τα μάτια μου μπαμπά κάτι καταλαβαίνει
και με ρωτά η όψη μου, αν είναι λυπημένη.

Έλα και στα αδέλφια σου που συμπαραστεκόσουν,
δεν το χωνεύουν εύκολα τον αποχωρισμό σου.

Ανίψια, παρανίψια σου νυχθημερόν θρηνούνε,
γιατί θα έρθουνε χαρές και θα σ’ αναζητούνε.

Θα τραγουδήσεις ποιον σκοπό στου καθενός το γάμο;
με θλίβει τίποτα γι’ αυτό δε δύναμαι να κάμω.

Φόρεσε το κουστούμι σου και πιάσε το στυλό σου
και γράψε γράμμα της χαράς στο κάθε ένα γιο σου.

“Ποτέ δεν υπερέβαλες με την περιουσία,
για λόγου σου η αρετή ήταν η πεμπτουσία.

Και Δήμαρχοι και Βουλευτές κι’ Επαρχοι σε τιμήσαν
την προσφορά σου στα κοινά όλοι αναγνωρίσαν.

Σημαντικό κεφάλαιο και παρακαταθήκη
άφησες σ’ όλο το νησί μπαμπά να του ανήκει.

Χρήσιμος ήσουν σε πολλούς μπαμπά με τα γραπτά σου
όσοι τ΄αξιολόγησαν τιμούν το όνομά σου.

Λόγιος και σεβάσμιος με πρόσωπο στον κόσμο
θα φέρνω να μυρίζεσαι ρόδα, μυρτιές και δυόσμο.

Στέλνω φτερά και πούπουλα να χεις απ’ τα παγώνια
το καλοκαίρι για δροσιά και ζέστη το χειμώνα.

Έφευγα από το χωριό μου δωσες την ευχή σου
την κλείδωσα μες στην ψυχή με την ανάμνησή σου.

Τα πάντα ναν χανάλι σου για τα μνημόσυνα σου
για όσα συ προσέφερες στην οικογένειά σου,
θα χαίρεις εσαεί τιμής απ’ τα παιδόγγονά σου…

Ο γιός σου

Β. Βασιλάκης-Παραγυιός