“Ακούσατε συγχωριανοί!!”, ακουγόταν η βροντερή φωνή του Θεοχάρη από τα υψηλότερα σημεία του χωριού που ειδοποιούσε τον κόσμο για τις διαταγές που έπαιρνε και έπρεπε όλοι να εκτελέσουν.

Μπορεί να είναι εικόνα 7 άτομα, άτομα που στέκονται και εξωτερικοί χώροι

Διορισμένος τελάλης εκείνους τους δύσκολους καιρούς, εκτελούσε άψογα τα καθήκοντα του.

Διωγμένος από τα χώματα της Ιωνίας βρέθηκε στην Κάρπαθο, στον τόπο καταγωγής του, μαζί με τις δυο αδελφές του που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν.

Χρόνια αναγκαστικού ξεριζωμού και ανεπιθύμητου διαζυγίου από τους τόπους που είχε περάσει τα ωραιότερα χρόνια του.

Με το στραπάτσο της ζωής του και το προσωπικό του σακάτεμα, με μοίρα σημαδεμένη, ο Θεοχάρης έμεινε στην καινούρια του πατρίδα ως το τέλος της ζωής του.

Λάτρης της ομορφιάς και αθεράπευτα ερωτευμένος, τριγύριζε στις κοπελιές και τους ψιθύριζε με πάθος.

Ψιτ, ψιτ, κοπελιά το άρωμα σου με μεθά και κείνο με χορταίνει”.

Δεχόταν ανόητα πειράγματα, κακόβουλα αστεία και διαταγές που με θλιμμένο χαμόγελο και δίχως παράπονο υπέμενε. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και τον αγαπούσαν. Καθιερωμένο ήταν το φιλοδώρημα από τους ξενιτεμένους όταν επέστρεφαν και που ευχαρίστως δεχόταν.

Τις ημέρες των εορτών ήρθε για τον Θεοχάρη εκείνο το συστημένο από την Αμερική με το αστρονομικό ποσό των 10 δολαρίων για την εποχή.

Γεμάτος χαρά και συγκίνηση ευχαρίστησε τον φίλο του με τις μαντινάδες του.

“Παραμονή τ’ Αή Γιαννιού ήρθε το συστημένο, που’ ταν το πορτοφόρι μου φίλε ξετιναμένο”. 
“Εφώναζε ο πόσταζης πέστε του Θεοχάρη το συστημένο που’φθασε να’ρτει για να το πάρει”.
“Τώρα μου τάζει ο Παπάς, πως θα μου βρει γυναίκα, φαίνεται θα’ ναι η αφορμή δολάρια τα δέκα”

“Μεσίτη έχω τον Παπά, για να μου τη διαλέξει και να την βρει την κοπελιά μη στάξει και μη βρέξει.

“Ενέσεις δυναμωτικές θα πάρω να παχύνω, σαν θα βόσκησω τον λα(γ)ό ρεζίλι να μην γίνω”  “Μπεξής θα γίνω στο χωριό τις κόρες να φυλάω, σαν θα’ρτου οι ελεύτεροι να τους φορολογάω”

“Προσεύχομαι εις τον Θεό γρήγορα να γυρίσεις, φίλε εικοσαδόλαρο τότε να μου χαρίσεις”

Τα χρόνια περνούσαν και Θεοχάρης δυσκολευόταν όλο και περισσότερο στις μετακινήσεις του.

Σιγοτραγουδούσε εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, όταν ξαφνικά τον βρήκε ο θάνατος. Η ύστατη πνοή του αντάμωσε το τελευταίο φως του ήλιου και την αμυδρή λάμψη του πρώτου αστεριού.

Τα δέντρα έσκυψαν τις φυλλωσιές τους σαν σημαίες μεσίστιες, τα πουλιά βουβάθηκαν, προσφέροντας έτσι ενός λεπτού σιγή στον αγνό βασανισμένο, που έφευγε για το αστρικό αιώνιο ταξίδι.

Αποχαιρέτησε το δακρυσμένο Απέρι, ανέβηκε πιο ψηλά, δρασκέλισε το Αιγαίο και σεργιάνισε για τελευταία φορά στις πατρίδες της καρδιάς του, την Φώκαια, την Πέργαμο και το Αϊβαλί.

“Παπάς προφανώς είναι ο αείμνηστος Ηλίας Σταματιαδης”

“Ευχαριστώ τον αγαπητό Μανώλη Νιοτή για τις πληροφορίες που μου έδωσε”

ΑΝΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ