Σπάνιο μια διαφήμιση να σε κάνει να βουρκώσεις! Μια μικρή ταινία, περίπου τριών λεπτών για τα διάσημα μπισκότα, χωρίς πολλά και περιττά λόγια παρά μόνο με εικόνες που ξυπνούν συναισθήματα και αναμνήσεις.

ΕΥΑ ΣΕΧΑ

Μια Ροδίτισσα πρωταγωνιστεί για εκείνους που δεν το ξέρουν: η Εύα Σέχα, που έφυγε ως Ευαγγελία από τη Ρόδο και έγινε η ηθοποιός των επιτυχημένων σίριαλ των προηγούμενων δεκαετιών. Δίπλα στον Νίκο Ξανθόπουλο, μαζί με τους μεγάλους αστέρες, με το λευκό, αρχοντικό μαλλί που γρήγορα άφησε στο φυσικό του χρώμα, κόντρα σε ό,τι επιτάσσει η μόδα, όπως έκανε και τώρα που δέχτηκε να ρυτιδωθεί, για τις ανάγκες της διαφήμισης.

Στη φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής διακρίνω ακόμη  τη δική μας τραγουδιστή προφορά. Άλλωστε «πάντα ροδίτικα μίλαγα…, μου λέει, δεν το περίμενα ότι έτσι θα κάνω καριέρα…»! Κι έκανε σπώντας τα δεσμά, κάνοντας «άλμα γρήγορα, μεγαλύτερο από τη φθορά», όπως προτρέπει ο ποιητής και επιβεβαιώνοντας ότι γι’ αυτά που πραγματικά μετανιώνεις είναι για όσα δεν έκανες από φόβο για το άγνωστο, για το ξεβόλεμα, για τη στροφή που πρώτα στρίβεις κι ύστερα βλέπεις τι είναι πίσω απ’ αυτήν!

«Γεννήθηκα στον Αϊ-Γιώργη τον Άνω, μου λέει, στη σοκάκα όπως την έλεγαν! Καταλήξαμε στην οδό Βύρωνος, στο Ιταλικό σπίτι που είναι δίπλα στον κινηματογράφο «Μετροπόλ». Στο Δημοτικό Σχολείο φοίτησα στην Αστική και στο Γυμνάσιο στο Καζούλλειο. Έζησα τις καλύτερες εποχές της μεταπολιτευτικής Ρόδου, στην οποία υπήρχε ακόμη η χλιδή των Ιταλών.

Η Ρόδος ήταν σε άνθηση, από των Ιταλών τα έργα. Θυμάμαι σε ένα από τα πρώτα μου ταξίδια ανά την Ελλάδα που διαπίστωσα αμέσως σε τι τόπο ζούσαμε εμείς. Από τη μια η ελληνική επαρχία κι από την άλλη εμείς εδώ να βιώνουμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό της Ιταλίας. Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που γεννήθηκα στη Ρόδο. Την σέρνω μέσα μου κι είναι η αγάπη μου».

Κι ήσασταν από μικρή πολύ όμορφη και κάνατε όνειρα!

Ήμασταν πέντε κορίτσια στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και η μητέρα του, η γιαγιά μου, έκανε το κουμάντο. Καστελλοριζιά η γιαγιά, πολύ αυστηρών αρχών, μας είχε σε απόλυτο περιορισμό και έλεγχο. Στη θάλασσα  μαζί  μας, στο σινεμά, ποτέ σε πάρτι εμείς…  Ήθελα να γίνω χορεύτρια, πρίμα μπαλαρίνα. Χόρευα μόνη μου στο σπίτι, όρθια στα δάχτυλα. Είχα ταλέντο, αλλά στην οικογένεια μου εκείνα τα χρόνια ήταν απαγορευμένα αυτά. Παντρεύτηκα μικρή και δέκα χρόνια μετά χώρισα, έχοντας δύο παιδιά. Από εκεί και ύστερα πήρα τη ζωή στα δικά μου χέρια.

Και κάνατε άλμα! Φύγατε για την  Αθήνα, και  γίνατε ηθοποιός! Προχωρημένο για την εποχή. Και μάλιστα ενώ δεν ήσασταν πια ένα μικρό κορίτσι!

Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ήθελα το ταξίδι στο όνειρο και στη γνώση.  Αφού χώρισα, γνώρισα στη Ρόδο τον Ζαχαρία Αγγελάκο ενώ  ήδη εργαζόμουν στην Αρχαιολογία, με διευθυντή τον Γιάννη Παπαχριστοδούλου.

Ο Αγγελάκος, μου είπε: «μια μέρα εγώ εσένα θα σε βγάλω στο σανίδι…» και μου έδωσε ραντεβού για το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στις πέντε όπου είχε πρόβα για την  «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που ανέβαζε! «Σιγά μη γίνω εγώ ηθοποιός που μιλάω ροδίτικα…», του απάντησα. Ο θίασος ήταν από την Αθήνα, με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μίγκο έναν από τους πρώτους βοηθούς του Βολονάκη. Εργαζόμουν ήδη τρία χρόνια στην Αρχαιολογία και είχα αρχίσει να σκέφτομαι: «αυτό είναι που θέλω για εμένα, τώρα έτσι θα τελειώσει η ζωή μου;».

Έψαχνα και για δεύτερη δουλειά κι εκείνο το απόγευμα ήταν που είχα ραντεβού με τον ιδιοκτήτη ενός βιβλιοπωλείου για να το αναλάβω, τα απογεύματα. Ήμουν μεταξύ των δύο ραντεβού. Εκείνο το απόγευμα ενώ ετοιμάστηκα δεν είχα ακόμα αποφασίσει σε ποιο από τα δύο θα πάω.

Θυμάμαι ακόμη τα μάτια της κόρης μου όταν της είπα το δίλημμα μου, να με παρακολουθούν και να αναρωτιούνται τι θα αποφασίσω. Πήγα στην πρόβα! Πήρα ταξί και έφτασα εκεί όπου ηθοποιοί από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη μου άνοιξαν μια πόρτα, την οποία όταν την πέρασα, δεν είχε επιστροφή.

Ο Αγγελάκος, με πήγε κάτω από μία ελιά, μου έδωσε τον ρόλο κι όταν τον διάβασα μου είπε: «έτσι, θα τον πεις…» Κάναμε περιοδεία επί τρεις μήνες μ’ αυτή την παράσταση. Φτάσαμε μέχρι τη Στοκχόλμη, για μία εβδομάδα! Τι ωραία χρόνια ήταν αυτά. Πήγα στην Αθήνα κι έδωσα εξετάσεις στο θέατρο «Αλίκη» με κριτές, την Αιμιλία Υψηλάντη, τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη, τον Βασίλη Κολοβό

ΕΥΑ ΣΕΧΑ

Έτσι ξαφνικά! Και τα καταφέρατε!

Θυμάμαι που η σκηνή ήταν πολύ μεγάλη κι εγώ έπρεπε να την διασχίσω και να σταθώ μπροστά όπου κάτω από αυτήν ήταν η επιτροπή, που σας είπα. Ήταν σκοτάδι, όμως, δεν τους έβλεπες. Μόνο μια λάμπα φώτιζε τη σκηνή. Διασχίζοντας την θυμάμαι που σκεφτόμουν: «είναι η ευκαιρία σου, ν’ αλλάξεις τη ζωή σου, βάλε τα δυνατά σου…»! Ήμουν μεγάλη πια, δεν ήξερα αν είχα καν πιθανότητες. Όμως ενώ τους άλλους τους σταματούσαν, εμένα με άφηναν να λέω, να λέω, να λέω. Και κάποια στιγμή άκουσα κάποιον από την Επιτροπή, δεν θυμάμαι ποιον, «αυτή είναι έτοιμη…»!

Ήταν Σαββατοκύριακο και γυρνώντας στη Ρόδο για να πάω Δευτέρα πρωί στη δουλειά μου στην Αρχαιολογία,  με ρώτησε ο Παπαχριστοδούλου: «τι κάνεις, πώς πέρασες…», εννοώντας το Σαββατοκύριακο. Του είπα! Και του ζήτησα μετάθεση για την Αθήνα! Δεν συνηθιζόταν τότε, αλλά μου την έδωσαν. Πήρα την κόρη μου μαζί και ξεκίνησα στο άγνωστο. Στα χρόνια που ακολούθησαν αγαπήθηκα από τους δασκάλους μου, αργότερα από τους ηθοποιούς και από τον κόσμο, το κοινό. Το όνομα μου ήταν Ευαγγελία κι η δασκάλα μου μ’ έκανε «Εύα»!

Παίξατε σε πολλά σίριαλ: «Έκπτωτος άγγελος», «Γόβα στιλέτο», «Η νταντά», «Πέτρινα Χρόνια», «Χορεύοντας στη σιωπή» και μεταξύ άλλων και στο «Στην κόψη του ξυραφιού»,  με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Τη σειρά αυτή τη λάτρεψε ο κόσμο όπως κι εμένα που στον ρόλο αυτό λάτρευα τον Ξανθόπουλο κι αυτό το ήθελε το κοινό. Δεν ήταν να δουλέψω ως ηθοποιός,. Αυτό ήρθε μόνο του. Κι επειδή ακριβώς είχα τη δουλειά μου στην Αρχαιολογία δεν χρειάστηκε να κάνω πράγματα ως ηθοποιός που δεν με εξέφραζαν. Είναι άγριος ο χώρος, αλλά εμένα με σεβάστηκαν, με εκτίμησαν.

Δούλεψα πολύ για την τηλεόραση γιατί τη δεκαετία του ‘90 άνοιξαν τα ιδιωτικά κανάλια, έχοντας μεγάλο ανταγωνισμό ενώ ήταν λίγοι οι ηθοποιοί. Είμαι από τους τυχερούς ηθοποιούς γιατί ό,τι έκανα είχε μια ποιότητα και μπροστά στην κάμερα και πίσω, στις συναναστροφές με τους συναδέλφους. Πέραν του Ξανθόπουλου, δούλεψα και με άλλους μεγάλους ηθοποιούς: τον Παπαμιχαήλ, τον Φυσσούν… Ήταν άλλη η ατμόσφαιρα αυτών των ανθρώπων.

Υπήρξατε μια τολμηρή γυναίκα!

Νομίζω πως ναι. Και δυνατή γιατί δεν πέρασα λίγα στη ζωή μου και δεν πέρασα εύκολα. Αλλά οι δυσκολίες με δυνάμωναν, με πείσμωναν, κι έτσι προχωρούσα.

Μέχρι που μετά από μία διακοπή χρόνων που προκάλεσε η οικονομική κρίση, σας είδαμε στην υπέροχη διαφήμιση των μπισκότων, η οποία είναι μία ταινία μικρού μήκους, να κερδίζετε τις εντυπώσεις. Μάλιστα σας μεγάλωσαν αρκετά χρόνια! Πώς το δεχτήκατε όταν άλλες ηθοποιοί δεν  τσαλακώνουν την εικόνα τους εσείς να ρυτιδώσετε το πρόσωπο σας;

Το να κάτσω να με κάνουν εκατό χρονών, λέτε!  Ήταν συγκλονιστικό συναίσθημα να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη ενώ μου έχουν κάνει προσθετική για να με ζαρώσουν. Και μάλιστα όταν άλλες ηθοποιοί «τραβιούνται» για να δείχνουν νέες. Ασχολούμαι με τη ζωγραφική και με την αγιογραφία, ζωγραφίζω πρόσωπα και σε ό,τι αφορά το δικό μου, το είδα ως ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Κι η μακιγιέζ  ζωγράφισε, άλλωστε.

Είχατε αντιληφθεί πόσο καλά θα πάει αυτή η διαφήμιση και πόσο θα συγκινήσει τον κόσμο;

Είχα καταλάβει ότι είναι υπερπαραγωγή. Αλλά τόση επιτυχία, όχι. Το διαπιστώνω από τον δρόμο, από τα τηλεφωνήματα που δέχομαι… Δεν μ’ έχει ξεχάσει ο κόσμος, μ’ αγαπάει. Και οι συνάδελφοι μ’ αγαπάνε, δεν έχω παράπονα.

Κλείνουμε το τηλέφωνο και της εύχομαι να πρόκειται για το εναρκτήριο της δεύτερης καριέρας της! Με την ίδια αρχοντιά και την ίδια αξιοπρέπεια που διήνυσε την πρώτη. Άλλωστε είναι Ροδίτισσα και θα είμαστε όλοι περήφανοι!

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη
Eφ.«ΡΟΔΙΑΚΗ»