Από τις πιο σημαντικές ημέρες της Δωδεκανησιακής ιστορίας είναι και η 10η Φεβρουαρίου 1947. Την ημέρα εκείνη η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων αποφάσισε την επανένταξη της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Οι διαπραγματεύσεις ήταν ιδιαίτερα σκληρές, με την ηττημένη Ιταλία να αντιδρά έντονα, ειδικά στο θέμα των ακινήτων και τη χάραξη των θαλάσσιων συνόρων. Ευτυχώς με τη συμβολή του Συμιακού καθηγητή Σωτήρη Αγαπητίδη (που μετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία) τα ακίνητα αποδόθηκαν τελικά στην Ελλάδα.

Υποστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες

Στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής η Τουρκία, διότι δεν πήρε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εμφανιζόταν σαν ουδέτερη, ενώ στην ουσία ήταν σύμμαχος των Γερμανών.

Ο Τσώρτσιλ αρχικά ζητούσε από την Τουρκία να πολεμήσει στο πλευρό των Συμμάχων, αλλά οι γείτονες μας ζητούσαν ως αντάλλαγμα τα Δωδεκάνησα.

Τελικά άλλαξε γνώμη, ύστερα μάλιστα από τις έντονες πιέσεις του τότε Άγγλου υπουργού Άντονι Ήντεν ο οποίος του έστειλε σχετική επιστολή και στην οποία ο Τσώρτσιλ μονόγραφε ΟΚ σε κάθε σελίδα!

Όμως, στις συζητήσεις σημαντικό ρόλο έπαιξε ένα έγγραφο.

Ήταν η συμφωνία Ιταλίας-Τουρκίας του 1932 που αφορούσε τη χάραξη των θαλάσσιων συνόρων της Δωδεκανήσου.

Στη Διάσκεψη η Ιταλία ισχυριζόταν ότι χάθηκε το έγγραφο, το ίδιο δε διεμήνυσε και η Τουρκία.

Η ελληνική πλευρά ήταν βέβαιη ότι το έγγραφο θα έπρεπε να υπήρχε στα ιταλικά αρχεία της Ρόδου.

Και τότε ο Ιερός Λόχος με τον Χριστόδουλο Τσιγάντε ανέλαβε να βρει το σπουδαίο αυτό έγγραφο. Και τα κατάφερε τελικά.

Τη συγκλονιστική αυτή ιστορία περιγράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος.

Και όλο το μοναδικό αυτό περιστατικό αναφέρεται στην εφημερίδα της Λέσχης Καταδρομέων και Ιερολοχιτών και το αναδημοσιεύουμε με τη συνδρομή του αντιστράτηγου ε.α. Ιωάννη Τζιάκη.

Είναι μια ιστορία που πρέπει να γίνει ευρύτατα γνωστή και ειδικά να υπογραμμιστεί ο ρόλος του Χριστόδουλου Τσιγάντε και του Ιερού Λόχου στα Δωδεκάνησα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ

«Το περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμα του είναι πάντα επίκαιρο.

Είναι από εκείνες τις «ξεχασμένες» ιστορίες που σπάνια έρχονται στη δημοσιότητα και συνήθως τις περισσότερες τις «καταπίνει» ο χρόνος όχι διότι δεν έχουν ενδιαφέρον αλλά διότι οι πρωταγωνιστές τους δεν επιδίωξαν να τις εξαργυρώσουν με παράσημα και προβολή.

Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1944 δεν συνέβη το ίδιο και στα Δωδεκάνησα, καθώς οι Σύμμαχοι κυριαρχούσαν στη θάλασσα και η αποχώρηση των Γερμανών από τα νησιά ήταν δύσκολη. 

Τα Γερμανικά Στρατεύματα που απέμειναν στη Ρόδο αναγκάσθηκαν να παραδοθούν στους Συμμάχους και η σχετική συνθήκη υπογράφτηκε στις 8 Μαΐου 1945 στη Σύμη.

Οι Συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τα Δωδεκάνησα αλλά δεν τα παραχώρησαν στην Ελλάδα.

Τον Μάρτιο του 1946 έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στη χώρα μας και τον Ιούλιο άρχισαν στο Παρίσι οι εργασίες της διάσκεψης για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης με τους δορυφόρους της Γερμανίας (Ουγγαρία-Ρουμανία-Φινλανδία-Βουλγαρία και Ιταλία).

Την Ελλάδα εκπροσώπησε στο Παρίσι αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Κων/νο Τσαλδάρη και η οποία ενισχύθηκε από τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών κομμάτων όταν εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυσχέρειες.

Η χώρα μας στη συνδιάσκεψη πρόβαλε μετριοπαθείς και δίκαιες διεκδικήσεις (Απελευθέρωση Δωδεκανήσου και Βορείου Ηπείρου, προσάρτηση Λωρίδας Ανατολικής Ρωμυλίας που ενίσχυε τη συνοριακή ασφάλεια της χώρας μας από τις συχνές επιδρομές των Βουλγάρων και περιελάμβανε μικρό πληθυσμό Πομάκων που μετά δυσφορίας ανέχονταν τη Βουλγαρική κυριαρχία και τέλος, ανάλογες επανορθώσεις για τις καταστροφές που έγιναν από τις επιθέσεις των Ιταλών και Βουλγάρων).

Από τις παραπάνω διεκδικήσεις ικανοποιήθηκε μόνο μία η Ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων στο Παρίσι για την υπογραφή της συνθήκης παραχώρησης των Δωδεκανήσων, στην Ελληνική Κυβέρνηση περιήλθαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Τούρκοι επρόκειτο να ζητήσουν τη χάραξη νέων θαλάσσιων συνόρων ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε είχαν χαραχθεί οριστικά θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσου και Μικράς Ασίας.

Φαίνεται ότι η Ιταλία, πιθανώς έναντι ανταλλαγμάτων, είχε δεχθεί να βοηθήσει την Τουρκία στο ζήτημα αυτό και αυτό επιβεβαιώνεται από την άρνηση της Ιταλίας να ανταποκριθεί στο αίτημα της Ελλάδος να της παραχωρηθεί αντίγραφο της συμφωνίας με το αιτιολογικό ότι μέσα στην αναταραχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε χαθεί και δεν βρέθηκε στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Παράλληλα και η Τουρκία έδωσε την ίδια απάντηση που έδωσε και η Ιταλία στο αίτημα της χώρας μας να της δοθεί αντίγραφο της συνθήκης ότι δηλαδή κάπου είχε χαθεί στα παλαιά αρχεία.

H Ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας αλλά και τη διαφαινομένη Ιταλο-Τουρκική μεθόδευση, ζήτησε από τον τότε Αρχηγό της «Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου» Ταξίαρχο Χρ. Τσιγάντε, πρώην Διοικητή Ιερού Λόχου, να αναζητήσει και αποστείλει στο Υπουργείο Εξωτερικών, το δυνατόν συντομότερα, το τρίτο και τελευταίο αντίγραφο της συνθήκης που έπρεπε να υπάρχει στο αρχείο της Ιταλικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στη Ρόδο.

Η Ελληνική αποστολή απευθύνθηκε αμέσως στην εκεί Βρετανική Διοίκηση η οποία της επέτρεψε να ερευνήσει τα αρχεία της Ιταλικής Διοίκησης που είχαν περιέλθει στους Βρετανούς μετά την παράδοση της Δωδεκανήσου τον Μάιο του 1945.

Παρά τη συστηματική έρευνα η συνθήκη δεν βρέθηκε.

Η αποστολή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνθήκη είχε κλαπεί και συνέχισε τις προσπάθειες ανεύρεσης της.

Στο πλαίσιο των ερευνών η Στρατιωτική Αποστολή πληροφορήθηκε από Δωδεκανήσιο τέως υπάλληλο της Ιταλικής Διοίκησης ότι ανώτερος Ιταλός Υπάλληλος την ημέρα της παράδοσης είχε μεταφέρει φακέλους και άλλα υλικά από τα γραφεία της Διοίκησης στο σπίτι του και ότι ενώ η οικογένεια του είχε επιστρέψει στην Ιταλία μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ιταλικής Διοίκησης, αυτός παρέμεινε ακόμη στη Ρόδο (προφανώς για να διευθετήσει την πραμάτεια του).

Με την παρέμβαση της Ελληνικής Αποστολής ο Ιταλός κλήθηκε από τη Βρετανική Διοίκηση να επιστρέψει ότι είχε υπεξαιρέσει από τα γραφεία πλην όμως αυτός αρνήθηκε τα αποδιδόμενα σε αυτόν.

Στη συνέχεια η Ελληνική Αποστολή επεδίωξε την εξαγορά των εγγράφων με διαπραγμάτευση μέσω τρίτων προσώπων, χωρίς αποτέλεσμα.

Στην επιτροπή περιήλθε η πληροφορία ότι εκτός των άλλων ο Ιταλός είχε πάρει μαζί του το επίχρυσο αγαλματίδιο της Θέμιδος που κάθε Σεπτέμβριο, με την έναρξη λειτουργίας των δικαστηρίων, τοποθετούνταν σε περίοπτο θέση στην αίθουσα τελετών.

Η ελληνική αποστολή πληροφορήθηκε από Κύπριους Αστυνομικούς (Αγγλικής υπηκοότητας που υπηρετούσαν στη Βρετανική αστυνομία στη Ρόδο) την ημερομηνία αναχώρησης του Ιταλού από τη Ρόδο και με τη βοήθεια αυτών, όταν επιβιβάσθηκε στο πλοίο, του έγινε λεπτομερής έλεγχος των αποσκευών του.

Δεν βρέθηκε η συνθήκη αλλά βρέθηκε το επίχρυσο αγαλματίδιο και οι Αστυνομικοί τον κατηγόρησαν για υπεξαίρεση κρατικής περιουσίας, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα γραφεία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής και έφυγαν.

Ήταν μια σπουδαία πατριωτική πράξη των Κύπριων Αστυνομικών που θα είχαν σοβαρές συνέπειες εάν η Βρετανική Διοίκηση πληροφορείτο την εμπλοκή τους στις έρευνες της Ελληνικής Αποστολής.

Ήταν βράδυ όταν ο Ιταλός μεταφέρθηκε στα γραφεία της αποστολής και την επομένη το πρωί το πλοίο επρόκειτο να αναχωρήσει για Ιταλία.

Οι Έλληνες Αξιωματικοί περί το μεσονύκτιο έστειλαν στο δωμάτιο που κρατούνταν ο Ιταλός, Δωδεκανήσιο υπάλληλο της αποστολής που μιλούσε Ιταλικά, για να του ψιθυρίσει κρυφά ότι οι Αξιωματικοί και ιδιαιτέρως ο Αρχηγός ήταν εξαγριωμένοι μαζί του διότι «όπως πήρε το αυτί του» δεν ήθελε να τους παραδώσει κάποιο έγγραφο που είχε στην κατοχή του και γι’ αυτό θα τον εξαφάνιζαν πνίγοντας τον στη θάλασσα.

Ο Ιταλός προσπάθησε να τον εξαγοράσει προσφέροντας του μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να ενημερώσει Άγγλο Αξιωματικό, να τον φέρει στα γραφεία της Αποστολής για να κάνει αυτός τη σχετική έρευνα.

Ο υπάλληλος προσποιήθηκε ότι φοβόταν διότι θα τον σκότωναν και αυτόν.

Το «κόλπο έπιασε και ο Ιταλός έσπασε» και τότε ζήτησε να τον παρουσιάσουν στον αρχηγό.

Ο Τσιγάντες με πολύ αυστηρό ύφος του είπε ότι αυτό που είχε κάνει να υπεξαιρέσει τη Συνθήκη Ιταλίας-Τουρκίας (έριχνε τουφεκιά στα κούφια αφού δεν γνώριζε εάν στα έγγραφα που είχε πάρει ο Ιταλός ήταν και η συνθήκη) αποτελεί έγκλημα κατά της Ελλάδος και θα τον τιμωρούσαν, όπως τιμωρούν οι Έλληνες τους προδότες, εκτός εάν ομολογούσε πού είχε αποκρύψει την Συνθήκη και την εύρισκαν, θα τον συγχωρούσε και θα τον βοηθούσε να επιβιβασθεί στο πλοίο ώστε το πρωί να αναχωρήσει για την πατρίδα του.

Ύστερα από πολλούς δισταγμούς, απαιτήσεις να παραδοθεί στη Βρετανική Διοίκηση, απειλές ότι θα ζητήσει ευθύνες η χώρα του από την Ελλάδα για την ταλαιπωρία που υπέστη, ο Ιταλός υποχώρησε όταν στο τέλος της συζήτησης ο Τσιγάντες είπε δήθεν εκνευρισμένος «πάρτε τον από εδώ και να μην τον ξαναδώ» αφού χρόνια στα Δωδεκάνησα καταλάβαινε τα Ελληνικά.

Ο Ιταλός αντιλαμβανόμενος τη δυσχερή θέση του ζήτησε να μεταβεί σε φιλικό του σπίτι όπου είχε αφήσει ένα μπαούλο κλειδωμένο για να το φυλάξουν.

Με συνοδεία δύο Αξιωματικών της αποστολής πήγε στο σπίτι όπου οι Αξιωματικοί βρήκαν τη συνθήκη μαζί με διάφορα άλλα έγγραφα.

Ολίγα λεπτά αργότερα επιβίβασαν τον Ιταλό στο πλοίο για να επιστρέψει στην πατρίδα του κρυφά διότι όλα αυτά είχαν γίνει με τη βοήθεια Κυπρίων Αγγλικής υπηκοότητας Αστυνομικών και εν αγνοία της Βρετανικής Διοίκησης.

Την επόμενη ημέρα αναχώρησε μέλος της Στρατιωτικής αποστολής για την Αθήνα και παρέδωσε τη Συνθήκη στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Ο πρωθυπουργός όταν πληροφορήθηκε το γεγονός απέστειλε τηλεγράφημα στον αρχηγό της Στρατιωτικής Αποστολής στη Ρόδο, εκφράζοντας τα συγχαρητήρια της Κυβέρνησης.

Την τελευταία στιγμή ο Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπίας παρουσιάζοντας τη συνθήκη στη συνδιάσκεψη στο Παρίσι πέτυχε να εξουδετερώσει την Τουρκική αντίδραση και να χαραχθούν τα ίδια θαλάσσια σύνορα που υπήρχαν μεταξύ της Ιταλικής Δωδεκανήσου και της Τουρκίας στη συνθήκη παραχώρησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Το περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμα του είναι πάντα επίκαιρο.

Επαληθεύεται η συνεχής προσπάθεια της γειτονικής χώρας να δημιουργεί εξελίξεις σε βάρος των Εθνικών μας συμφερόντων.

Σε ό,τι αφορά τη δική μας πλευρά αποδεικνύεται από πόσους αστάθμητους παράγοντας εξαρτώνται καμιά φορά τα Εθνικά μας συμφέροντα και το σπουδαιότερο ότι όταν το Δημόσιο αντλεί στελέχη από τη δεξαμενή των ικανών και όχι «των φίλων» και αξιοποιεί αυτά, θα καταγράφονται επιτυχίες όπως η προαναφερόμενη.

Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιοποιήθηκε από επιστολή που έστειλε ο αείμνηστος Αντιστράτηγος ε.α. Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος σε εφημερίδα των Αθηνών και αναδημοσιεύθηκε στις 26 Απριλίου 1981 από την εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» της Θεσσαλονίκης.

Ο Στρατηγός ήταν μέλος της Ελληνικής Στρατιωτικής επιτροπής Δωδεκανήσου και «έζησε τα γεγονότα από κοντά».

Πρόκειται για έναν υπέροχο Αξιωματικό με πλούσια στρατιωτική δράση που άφησε άριστες εντυπώσεις στους νεότερους Αξιωματικούς ως Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων».

(Θερμές ευχαριστίες στον ταξίαρχο ε.α. Ιωάννη Τζιάκη και στον φίλο Νικόλα Παπαδόπουλο από το «Αρχιπέλαγος» για τη βοήθεια τους στην ανάδειξη της σημαντικής αυτής ιστορίας).

ΕΦ.”ΡΟΔΙΑΚΗ”