ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΗΛ. ΧΑΛΚΙΑΣ

ΑΠΕΒ. 9/5/2015, ΒΩΛΑΔΑ

Εμμανουήλ Ηλ. Χαλκιάς

Εμμανουήλ Ηλ. Χαλκιάς

Σήμερα νεκρική σιγή υπάρχει στο χωριό σου
και η καμπάνα της Πλαγιάς χτυπά για το χαμό σου.

Φεύγει ο Μανώλης ο Χαλκιάς του Λιαδιού κολόνα
που τίμαγε τη χάρη σου Πλαγιά μου τόσα χρόνια .

Τυφώνας που τους δυνατούς πέρασε στο Λιάϊ
με το τσουνάμι γκρέμισαν το σπίτι μας εμάϊ .

Επήρε και αφάνισε το δέντρο του σπιτιού μου
πού ταναι κόσμημα βαρύ επάνω του κορμιού μου.

Μια αλυσίδα στη ζωή μας είχε ενωμένους
και ο Θεός μας χάρισε χρόνους ευτυχισμένους.

Ότι πολυτιμότερο ήσουνα στη ζωή μου
απέραντος ωκεανός γαλήνη στη ψυχή μου.

Πάνω σε θρόνο ακριβό με είχες καθισμένη
και πέρασα στο πλάϊ σου ζωή ευτυχισμένη.

Χατίρι δεν μου χάλασες Μανώλη να θυμούμαι
μα έφυγες απότομα και σου παραπονούμαι.

Εσύ ήσουν η αστείρευτη πηγή της ευτυχίας
και το διαμάντι τ’ ακριβό του κόσμου της αξίας.

Μανώλη , δεν φαντάστηκα τέτοιο βαρύ πελέκι
ο Χάρος πως θα έστελνε στο σπίτι μου εφέτη.

Σαν πλοίο ακυβέρνητο δίχως τον καπετάνιο
αισθάνομαι πως έμεινα κι ακόμη παραπάνω.

Απότομα την έφερες του χωρισμού την ώρα
τον πόνο μου σε ποιόν να πω που δεν υπάρχεις τώρα?

Λίμνη των αναστεναγμών έγινε η καρδιά μου
απ τη στιγμή που ξεκινάς και φεύγεις μακριά μου.

Τα πάντα εθυσίασα από τον εαυτό μου
κι έφυγε απ΄τη θέση του Μανώλη το μυαλό μου.

Σ’ αγριεμένο πέλαγος πάλεψα μοναχή μου
για λόγου σου θα έδινα χρόνια απ τη ζωή μου.

Μικρός εξενιτεύτηκες κι έγινες νοικοκύρης
σ’ όλους μας δεν χάλασες ποτέ σου το χατίρι.

Κουβαλητής και μερακλής , τα πάντα μελετούσες
νοιαζόσουν και στο σπίτι μας τα πάντα κουβαλούσες.

Δέντρο που ξεριζώθηκες με τα κλαδιά τα δυό σου
που είχες όμορφους καρπούς τη κόρη και το γιό σου.

Εζήσαμε στη ξενιτιά μαζί με τα παιδιά μας
κι ήθελες να ξεκουραστείς εις τη γενέτειρά σου.

Είχες την απασχόληση που σε ευχαριστούσε
να μείνεις εις τη Κάρπαθο , μόνο αυτό ποθούσες.

Όλες οι μέρες σκοτεινές που φεύγεις μακριά μου
και περιδέραιο βροχής θάναι τα δάκρυά μου.

Τον ήλιο θ’ αντικρίζουνε τα μάτια μου για σένα
και κάθε σκέψη πάνω σου θα ‘ρχεται από μένα.

Τα κεντητά υφάδια του του ουρανού Μανώλη
αν είχα θα σου τα ‘στρωνα με τη ψυχή μου όλη.

Τώρα που ήτανε να δεις χαρές των εγγονιών σου
σαν καταστρεπτικός σεισμός ήρθε ο θάνατός σου.

Τα ‘γγόνια σου περίμεναν για να βρεθείς κοντά τους
και να τιμήσεις τη χαρά μαζί με τη γιαγιά τους.

Μεγάλη λύπη έδωσες στη κόρη και στο γιό σου
στη νύφη , στα εγγόνια σου και στο καλό γαμπρό σου.

‘Έφτασε κ Κοκόνα μας μαζί με τον Ηλία
να σε προλάβουν ζωντανό είχαν επιθυμία.

Πόνο μεγάλο έδωσε ο ξαφνικός χαμό σου
που δεν σε επρολάβανε μαζί κι ο αδελφός σου.

Εις την αιωνιότητα που φεύγει το κορμί σου
θα ‘ερθει κι η Ρηγούλα μας μαζί με τους γονείς σου.

Αντί για μένα θα σταθεί και θα σε βοηθήσει
σ όλα σου τα προβλήματα θα σε παρηγορήσει.

Πεθερικά , πατέρα μου που θα τους ανταμώσεις
Μανώλη , χαιρετίσματα θέλω για να τους δώσεις.

Ωσάν Αγίου σκήνωμα οπού ευωδιάζει
έτσι και σένα ο τάφος σου το άρωμα να βγάζει.

Ν ανοίξει του Παράδεισου η θύρα η μεγάλη
δεξιά του ο Αρχιστράτηγος εύχομαι να σε βάλει.

Του αγαπημένου σου χωριού ανάλαφρο το χώμα
που σκέπασε , Μανώλη μου, το ακριβό σου σώμα.

Η πονεμένη σύζυγος
Ειρήνη Εμμ. Χαλκιά.

—————————

Μ ‘άλλες συνθήκες ήθελα εις το χωριό μου να ‘ρθω
και όχι μες το φέρετρο πατέρα να σε κλάψω.

Με στίχους που σ’ αρέσανε , λόγια θ’ αφιερώσω
με το στερνό μου το φιλί που σκύβω να σου δώσω.

Ψευδαίσθηση κι απίστευτο μου φαίνεται εμένα
πως η καμπάνα νεκρικά χτυπάει για εσένα.

Τη δύναμη της σκέψης μου στα ξαφνικά μου πήραν
το γεγονός που έγραψε για λόγου σου η μοίρα.

Έριξε μέσα στο χωριό ο Χάροντας το βόλι
στόχο του είχε τον Χαλκιά να πάρει τον Μανώλη .

Πισώπλατα εχτύπησε την πόρτα τη δικιά μας
και πήρε τον πατέρα μας από την αγκαλιά μας.

Και η καρδιά μου ένοιωσε τον πιο βαρύ χειμώνα
γιατί απ΄το σπίτι έπεσε ακλόνητη κολόνα.

Η μοίρα σου η φθονερή με το σκληρό της χέρι
της ευτυχίας έσβησε μπαμπά μου το αστέρι.

Σημαντικέ πατέρα μου και μοσχομυρισμένε
πολύτιμε και λογικέ και μυριοπροκομμένε.

Εσύ ‘σουν που μου έδωσες τη ρίζα να ανθίσει
στα τίμιά σου βήματα επάνω να βαδίσω.

Στο χαρακτήρα ήσουνα γλυκός ωσάν το μέλι
ως είναι το ξεχωριστό αμπέλι μεσ’ τ’ αμπέλι .

Εμύριζε , πατέρα μου, ο δρόμος που πατούσες
πάντα με το χαμόγελο χατίρι δεν χαλούσες.

Πρότυπο και ιδανικό θα είσαι στη ζωή μου
και ξεπερνά τη λογική η λύπη η δική μου.

Στολίστηκες αγύριστο ταξίδι να μισέψεις
αντί ταξίδι της χαράς εγγόνι να παντρέψεις.

Εσύ μπαμπά μου βιάστηκες τα μάτια σου κλείσεις
η κόρη μου περίμενε νύφη να τη λαλήσεις.

Συντρίμμια εγινήκανε όλα τα όνειρά μας
αντί χαρά εγέμισες με πόνο τη καρδιά μας.

Είναι σκληρός ο θάνατος για κείνον που πεθαίνει
μα γίνεται σκληρότερος σαν ξαφνικά συμβαίνει.

Μεγάλη η αγάπη σου κι έτσι θα παραμείνει
στη πρώτη θέση που μπορεί να συγκρατεί μια μνήμη.

Πως θα γεράσει η μαμά , μπαμπά , χωρίς εσένα
που ζήσατε οι δυό μαζί χρόνια αγαπημένα.

Παραμυθένια τη ζωή επέρασε κοντά σου
και στα ψηλά το κράτησε τίμια τα’ όνομά σου.

Σύζυγος στοργικότατος, πατέρας με αξία
παππούς που στα εγγόνια του γινότανε θυσία.

Ξύπνα πατέρα μου να δείς την καλομαθημένη
τη σύζυγό σου τη καλή πού ‘ναι απελπισμένη.

Εσύ για όλα φρόντιζες και τά’ χες στο μυαλό σου
πως άφησες το σπίτι σου και το νοικοκυριό σου?

Πόνο που είναι αδύνατο να γράψουν τα γραφτά μου
πότισες τον Βασίλη μου, εμένα, τα παιδιά μου.

Εμείς που πίσω στη ζωή εμείναμε και ζούμε
το τίμιό σου όνομα , ψηλά θα το κρατούμε.

Η δέησή μου να γινεί αύρα να σε δροσίζει
και μέσα στον Παράδεισο , μύρο να σε γεμίζει.

Τον πεθερό μου όταν δείς , γλυκά να τον φιλήσεις
γιαγιά, παππούδες, θεία Ρηγώ, να μου τους χαιρετήσεις.

Στην όμορφη Βωλάδα μας , στο ιερό της χώμα
εύχομαι να αναπαυθεί το ακριβό σου σώμα.

Τα τεθλιμμένα σου παιδιά
Κοκόνα, Βασίλης και τα εγγόνια σου.

—————————

Οι λέξεις είναι φτωχικές με τα αισθήματά μας
που πλημυρίζουν σήμερα για σένα τη καρδιά μας.

Έσβησες από τη ζωή , έφυγε κ η μορφή σου
λόγια σου γράφω πεθερέ στη μνήμη τη δική σου.

Οι κόρες λίγους πεθερούς έχουν σαν το δικό μου
να το χωρέσει αδύνατο για σένα το μυαλό μου.

Το στόμα σου λόγο κακό δε μου ‘πε να θυμούμαι
λυπούμαι που στη Κάρπαθο δε θα ξαναβρεθούμε.

Ήσουν πατέρας στοργικός στ εγγόνια , στα παιδιά σου
και διάπλατα την άνοιγες σ όλους την αγκαλιά σου .

Το σπίτι ήταν ανοιχτό , με είχες σαν παιδί σου
νύφη δεν κατάλαβα νέμουν στη ψυχή σου.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ που σ’ είχα πεθερό μου
και τον ‘δωσες στήριγμα στο πλευρό μου.

Αναγνωρίζω το καλό, τη κάθε σου θυσία
και τα όνομά σου στα ψηλά θα ‘χω με τον Ηλία.

Ήξερες τα αισθήματα πως ήταν αμοιβαία
κι ας ήμουν νύφη πεθερά περνούσαμε ωραία.

Επήνεσσε ο Ηλίας μου , το βλέπω κάθε μέρα
γιατί ‘σουνα ο σπάνιος για τα παιδιά πατέρας.

Η αγάπη που σου έχουμε ποτέ δεν θα τελειώσει
είμαστε όλοι σίγουροι ότι την έχεις νοιώσει.

Εργαστείς , δημιούργησες , έφτασες στο σκοπό σου
μα πάντοτε τη Κάρπαθο είχες προορισμό σου.

Ότι ονειρευόσουνα δε χάρηκες πατέρα
και φεύγεις τώρα μόνος σου κι αφήνεις τη μητέρα.

Εγώ και Ηλίας μου και τα δικά σου εγγόνια
μες’ τη καρδιά μας θα ‘χουμε τη μνήμη σου αιώνια.

Από της Λοστού τα βουνά και του Κολλά τα μέρη
των λουλουδιών οι μυρωδιές να’ ρχοντε με τα αγέρι.

Μια χάρη τώρα σου ζητώ , είναι για το Γρηγόρη
και ΄δώστου χαιρετίσματα απ τη δική του κόρη.

Πές του πως έφυγε νωρίς , πίκρανε την καρδιά μας
κι έχουμε ανοιχτή πληγή στην οικογένειά μας.

Στη δροσερότερη γωνιά μέσα του Παραδείσου
ευχόμεθα ν’ αναπαυθεί αιώνια η ψυχή σου.

Τα λόγια που σου γράφουμε δροσοσταλιές μαζί σου
εύχονται γιός, εγγόνια σου κ η νύφη η δική σου.

Τα παιδιά σου
Ηλίας , Χριστίνα και τα εγγόνια σου

—————————

Τα λόγια δεν μπορεί να βρει ο νους και να εκφράσει
και τον καλό μου το γαμπρό σήμερα να τον κλάψει.

Ποτέ μου δεν φαντάστηκα να ζω και να σε κλαίω
και τ΄όνομά σου το χρυσό Μανώλη να το λέω.

Στο σπίτι μου σε διάλεξα γαμπρό στη πρώτη κόρη
και λάμπατε εις τη ζωή σαν τα ψηλά τα όρη.

Έκαμες οικογένεια σωστή, παιδιά κι εγγόνια
κι ευτυχισμένος ήσουνα, γαμπρέ μου, τόσα χρόνια .

Φεύγεις από τα σπίτια σου και τα νοικοκυριά σου
που την αρχή τα έκαμαν τα χέρια τα δικά σου.

Όλοι σε εκτιμούσανε κι ήταν τιμή δικιά μας
άτομο που ξεχώριζες μέσα εις τη γενιά μας.

Λέξη κακιά δεν άκουσα απ΄το δικό σου στόμα
που έζησα στο σπίτι σου τα πιο πολλά μου χρόνια.

Όλα μου τα επρόσφερες , πάντα με καλοσύνη
περήφανα, φιλότιμα που δεν μπορεί να γίνει.

Απ τη στιγμή που έχασα κι εγώ το σύντροφό μου
το σπίτι σου , Μανώλη μου, έγινε και δικό μου.

Αντί για σένα ο Θεός ήθελα να με πάρει
κι όχι να παίξει πάνω σου το τελευταίο ζάρι.

Πάντοτε στο τραπέζι σου ήμουνα καθισμένη
δεν ‘έτρωγες αν έλειπα , γι αυτό ‘ μαι λυπημένη.

Πού φεύγεις τώρα στήριγμα πού χες τα όνειρά σου;
να ζείς με τη Ρηνούλα σου , εγγόνια και παιδιά σου;

Που την κοιτούσες πάντοτε στα μάτια με λατρεία
και έδωσες επάνω της όλα τα μεγαλεία.

Ο καημός μου σήμερα , ασήκωτο μολύβι
και αδειανό μου φαίνεται του Λιαδιού το σπίτι.

Για σένα την χαλάλιζα , Μανώλη , τη ζωή μου
να μείνεις στήριγμα εσύ της κόρης της δικής μου.

Για τι να πάρω τον καημό , γαμπρέ μου, το δικό δυο?
και να σε κλαίω σήμερα νεκρό μεσ’ το χωρίο σου?

Έφυγαν τα κουράγια μου , κόπηκαν τα φτερά μου
με φρόντιζες ωσάν παιδί μέχρι τα γηρατειά μου.

Μεγάλο ετοιμάστηκες ταξίδι να μισέψεις
έπρεπε την εγγόνη σου πρώτα να την παντρέψεις.

Να μπει μεσ’ το Παράδεισο το σώμα το δικό σου
και δώσε χαιρετίσματα πολλά στο πεθερό σου.

Σαν του χελιδονιού φτερό , νάναι ‘λαφρύ το χώμα
που στη Βωλάδα σκέπασε το ιδικό σου σώμα.

Η αγαπημένη σου πεθερά
Κοκόνα Ν. Χαλκιά

—————————

Δεν βρίσκω λόγια για να πω, θολώνει το μυαλό μου
που έφυγε απ΄τη ζωή ο πρώτος αδελφός μου.

Ο ξαφνικός σου θάνατος μας πάγωσε στα ξένα
κι ο άντρας μου και τα παιδιά σε κλαίνε πικραμένα.

Άφησες τη Ρηνούλα σου , εγγόνια και παιδιά σου
και άνοιξες βαθειά πληγή στ’ αδέλφια τα δικά σου.

Σαν το κεράκι έλειωσες κι έφυγες μακριά μας
μα πάντοτε θα βρίσκεσαι , Μανώλη μας, κοντά μας.

Ο Χάρος μας εζήλεψε κι έκλεψε τη χαρά μας
μαζί με τη Ρηγούλα μας πήρε και σε μακριά μας.

Εργατικά και τίμια αδέλφια αγαπημένα
και οδηγό μας πάντοτε είχαμε τον πατέρα.

Με τον πατέρα οδηγό , πάντοτε στο τιμόνι
και τη μητέρα δίπλα του να μας ποκαμαρώνει.

Τραγουδιστή και μερακλή και χρυσονοικοκύρη
όλους μας μας επότισες το πιο πικρό ποτήρι.

Τα πικραμένα αδέλφια και ανίψια σου
Φανή- Μανώλης Ποθητός και Οικογένεια αυτών

—————————

Με τι καρδιά και τι μυαλό έπιασα εγώ τη πένα
λόγια του πόνου να γραφτούν παράωρα για σένα.

Δεν πίστευα εγώ ποτέ , δεν το’ βαλα στο νου μου
πως μοιρολόγια θα ‘λεγα εφέτος σου γαμπρού μου.

Μανώλη μας καλόγνωμε κι ακριβονοικοκύρη
εφέτος μας επότισες όλους πικρό ποτήρι.

Εχάθηκε η νιότη σου , η τιμιότητά σου
πλήγωσες τη Ρηνούλα σου , εγγόνια και παιδιά σου.

Έχασε η Ρηνούλα μας το στύλο του σπιτιού της
και τον πατέρα τον καλό του καθενός παιδιού της.

Άνθρωπο δεν επείραξες και να κακολογήσεις
όλο τον κόσμο ήθελες να τον ευχαριστήσεις.

Βαρύς πολύ κι ασήκωτος είναι ο χωρισμός σου
γιατί με δόξες και τιμές έζησες τον καιρό σου.

Πως θα ‘ρθω και να μη σε δώ στο σπίτι το δικό σου
πάντοτε με δεχόσουνα με το χαμόγελό σου.

Αγαπημένε μας γαμπρέ με πλήρη καλοσύνη
όλους μας εφαρμάκωσε η πρόωρη βιασύνη.

Ο Πέρος επικράθηκε και όρεξη δεν έχει
και το μαντήλι του για σε , Μανώλη μου , το βρέχει.

Σήκω να δεις τον Πέρο μου , μαζί τον Μιχαλάκη
παρέα και οι τρείς μαζί να πάς στου Παπουτσάκη.

Μαζί με μας πονέσανε πολλές ψυχές στα ξένα
τη σκέψη τους επάνω σου τη στέλνουν πονεμένα.

Γιατί δεν επερίμενες το γάμο να πρεπίσεις
και τη Μαρία πού ‘ θελες νύφη να τη λαλήσεις?

Αντί ταξίδι της χαράς , πηγαίνεις εις τον Άδη
Μανώλη ανεκτίμητε του Λιαδιού πρεπάδι.

Σαν ιερή κληρονομιά αφήνεις τα όνομά σου
και θα το φέρουν τίμια τα ‘γγόνια και παιδιά σου.

Δώσε τα χαιρετίσματα εις τα πεθερικά μου
σε όλους μας τους συγγενείς , Μανώλη , στο μπαμπά μου.

Πώς να το πει το στόμα μου που η καρδιά σπαράζει
να ν΄ ελαφριά σαν πούπουλο η γη που σε σκεπάζει .

Η συντετριμμένη κουνιάδα σου
Φωτεινή Π. Χρυσού

—————————

«Ο ξαφνικός σου θάνατος θλίψη πικρή μου φέρνει/ μα της μορφής σου η θύμηση έρχεται και την παίρνει»

Εάν η απώλεια είναι συνάρτηση της προσφοράς , τότε το κενό που αφήνει ο θάνατός σου Μανώλη Χαλκιά είναι τεράστιο. Και είναι πράγματι , καθώς ήσουν ένας πραγματικός ταγός. Και ταγός σημαίνει όχι μόνο να επιτελείς με επιτυχία τα καθήκοντά σου αλλά και να πας και ένα βήμα μπροστά. Και αυτό το έκανες σε απόλυτο βαθμό. Έδινες μαθήματα σε όλους με τους οποίους συναναστράφηκες και συνεργάστηκες. Δίδασκες με τη νηφαλιότητα του πνεύματος και την πραότητα του χαρακτήρα σου . Δίδασκες με τη στάση σου να μην κρίνεις , αλλά να προτείνεις. Δίδασκες με την αγάπη σου για το χωριό σου και την αγωνία σου για το μέλλον αυτού του τόπου να την διακηρύττεις έμπρακτα. Η σιωπή από την απουσία σου σε πολλά θέματα θα ακούγεται πολύ ηχηρή στ αυτιά μας.

Σε αποχαιρετά σύσσωμη η μικρή μας κοινωνία, σε ασπάζεται η νεολαία μας , την οποία αδιάκοπα συμβούλευες , σε συνοδεύουν οι μυρωδιές του κρασιού της Λάστου , του φασκόμηλου του Κολλά , σε δροσίζει ο Πουνέντης και στο τελευταίο σου αυτό ταξίδι σε προστατεύει κάτω από τις φτερούγες του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ , του οποίου το όνομα ψέλλισες για τελευταία φορά και είμαι σίγουρος σε ανέβασε κοντά στο Θεό , όπου δεν υπάρχει «οδύνη, θλίψη και στεναγμός».

Εκ μέρους της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Αξεστρατίκου Λάστου , της οποίας υπήρξες αντιπρόεδρος επί σειρά πολλών ετών , αγάπησες, μόχθησες και πάσχισες για την πρόοδό της ,

Σε αποχαιρετώ αγαπητέ μου Μανώλη. Υπήρξες για μένα μια πατρική φιγούρα και ένα μεγάλο σχολείο.

« Σε κάλεσε ο Πλάστης σου δίπλα Του να σε βάλει / για την αγνή σου τη ψυχή και της καρδιάς τα κάλλη»

Αρχιμ. Επιφάνιος Χριστοδουλάκης
Εφημέριος Ι.Ν. Γεννήσεως Θεοτόκου Βωλάδος

—————————

Σαν έμαθα την είδηση και το κακό μαντάτο
ενόμισα και γύρισε η γη τα πάνω κάτω.

Σήμερα στην κηδεία σου σε κλαίω πικραμένα
γιατί δεν είχα στο χωρίο άλλον ωσάν και σένα.

Άνοιγες τοις φτερούγες σου για να με προστατεύεις
και έξυπνα με λογική για να με συμβουλεύεις.

Στήριγμα σ’ είχα στη ζωή , θάρρος στην ορφανιά μου
απ τη στιγμή που έφυγε πρόωρα η μαμά μου.

Τη μάνα , το πατέρα μου θέ να τους συναντήσεις
και τη γιαγιά του πάππου μου να τους γλυκοφιλήσεις .

Μες’ τα παλάτια των νεκρών να μην πολυκαθήσεις
τα’ Αξεστρατίκου γύρισε να πάμε να γλεντήσεις .

Τότε θα τρέχουν οι δουλειές και που θα με αφήσεις
θα περιμένω θείε μου πίσω για να γυρίσεις.

Πέτυχες τ’ ακατόρθωτο μέσα εις τη ζωή σου
του κόσμου την εκτίμηση και παίρνεις την μαζί σου.

Στους ουρανούς ν’ αναπαυτεί , εύχομαι η ψυχή σου
κοντά εις τον πατέρα σου , τη μάνα τη δική σου.

Ευδοξία Εμμ. Λυριστή

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ

Εκφράζουμε τις από βάθους καρδίας ευχαριστίες μας σε όλους όσοι με κάθε τρόπο συμπαραστάθηκαν στο βαρύ μας πένθος για τον αιφνίδιο θάνατο του πολυαγαπημένου μας συζύγου , πατέρα, παππού, αδελφού και γαμπρού ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΗΛ. ΧΑΛΚΙΑ

Εκ της οικογενείας του