Να ’χάμε, σατ τι να ’χάμε;
Να ’χάμε, σατ τι να ’χάμε; Μπονεντινόν αέρα,
να γέμωνατ τα στήθη μας να πάει καλά η μέρα!
Της Ευgωνύμου κρίθαμα, της Μέσα στράτας μέλι,
του Κοίλιους συκοστάφυλα που τρώασικ κ’ οι αγγέλοι.
Γιαλόχορτα αλαρμυστά, ένα κουστούιν αλάτσι,
τ’ Αή-Αννίου αγιασμό μες στο σταυρό που στάτσει.
Δυο-τρεις κουλλούρες μ’ αγριλλούς μ’ ελάιν από τηπ Πύλα
κ’ ένα καράι κρίθινο με καβρουμά και μύλλα.
Δυο πατελλίες, να ’χαμε, δυο ψάρια τσουρισμένα
και τύφλα να ’χατ τα φαγιά τα εξιντζητημένα.
Δυο φέλλες με ‘οτυρόξινα, τροφάλλη γιά συτάκα,
γιά δρίλλα οξαρgατεσινή στηπ πήλινη τσανάκα.
Ακάθθες με το τσίκνωμα, δυο σκορντομακαρούνες
και για ξερέσκι, να ’χαμε, σταφίες δίχως κούννες.
Τ’ Αμπελωτού φραγκόσυκα, κρασίν από το Πέι,
να πιούμε να μεθύσουμε καλά-καλά κ’ απέει,
να θώκομεν ανάσκελα πάνω στις περιφέρες,
τάξε μου, πως εφέραμε πίσω τις ‘μπρος ημέρες.
…
Ανάθθεμά σε για καρδιά τον νου μου πώς παιδεύγεις,
οι χρόνοι επεράσασιτ, τάτ τους ανεϋρεύγεις;
28/9/22 © Γιώργος Ν. Κανάκης